θερίδιον

θερίδιον
θερίδιον, τό,
A summer residence, Jul.Ep.4.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • θερίδιον — θερίδιον, το (Α) [θέρος] θερινή διαμονή …   Dictionary of Greek

  • θερίδιον — summer residence neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θέρος — (I) ο 1. ο θερισμός 2. η εποχή τού θερισμού 3. παροιμ. «θέρος, τρύγος, πόλεμος» λέγεται για κάτι που δεν επιδέχεται αναβολή. [ΕΤΥΜΟΛ. < θέρος, το με μεταβολή γένους]. (II) το (ΑΜ θέρος) μια από τις τέσσερεις εποχές τού χρόνου, η πιο ζεστή από… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”